γιούνισεξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιούνισεξ < αγγλική unisex

Επίθετο[επεξεργασία]

γιούνισεξ άκλιτο

  • που ταιριάζει και στα δύο φύλα
ρούχα γιούνισεξ