γκασταρμπάιτερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκασταρμπάιτερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gastarbeiter < Gast (φιλοξενούμενος) +‎ Arbeiter (εργάτης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκασταρμπάιτερ αρσενικό άκλιτο

  • ο μη Γερμανός εργάτης στη Γερμανία
    «Μια νέα γενιά μεταναστών αναζητά μέλλον στη Γερμανία. Είναι υψηλής ειδίκευσης και προέρχεται από τη νότια και την ανατολική Ευρώπη. Η Γερμανία πρέπει να μάθει πώς να κρατήσει αυτούς τους νεοφερμένους μετανάστες», σχολιάζει το Spiegel, που δεν κρύβει την επιλεκτική διάκριση της επιστημονικής μετανάστευσης των ημερών μας με τους γκασταρμπάιτερ της δεκαετίας του 50. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]