γκιογκιό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκιογκιό < γιογιό με … < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκιογκιό ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του γιογιό, καθοικάκι
- ※ ..να εκπαιδεύονται τα μωρά στη χρήση γκιογκιό (Αν ο Αδόλφος είχε φορέσει Πάμπερς…, TA NEA, 21 Αυγούστου 1999).
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκιογκιό
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)