γκιογκιό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκιογκιό < γιογιό με … < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Πλαστικό γκιογκιό.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɟoˈɟo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκιογκιό ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]