γκρέιντερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκρέιντερ ουδέτερο άκλιτο
- τύπος χωματουργικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για ισοπεδωθούν χωμάτινες επιφάνειες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γκρέιντερ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκρέιντερ
|