γκρόβερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ένα γκρόβερ (1)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκρόβερ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκρόβερ ουδέτερο άκλιτο

  • είδος κομμένης ροδέλας που χρησιμεύει για τη διατήρηση του σφιξίματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]