γλήνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γλήνι, γλίνα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλήνη < ινδοευρ. ρ. *glai- = λάμπω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλήνη θηλυκό ως αρχαία ελληνική

  1. μάτι, η κόρη του ορφθαλμού
  2. μικρό ομοίωμα μεγαλύτερου αντικειμένου,η κούκλα ως αντικείμενο, παιχνίδι
  3. το κέρινο κουκλάκι

ανατομ. η αβαθής αρθρική κοιλότητα κάποιων οστών που δέχoνται τη κεφαλή άλλου οστού

Συγγενικά[επεξεργασία]