γλωττοστροφέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
γλωττοστροφέω-γλωττοστροφῶ
- πλατιαγιάζω, στρέφω γρήγορα τη γλώσσα μου
- φλυαρώ
γλωττοστροφέω-γλωττοστροφῶ