γλωττοστροφέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλωττοστροφέω < γλῶττα και στροφέω

Ρήμα[επεξεργασία]

γλωττοστροφέω-γλωττοστροφῶ

  1. πλατιαγιάζω, στρέφω γρήγορα τη γλώσσα μου
  2. φλυαρώ