γνοιαστείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γνοιαστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γνοιάζομαι
  2. θα γνοιαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γνοιάζομαι