γομώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

γομώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γομώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γομώνω
  3. θα γομώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γομώνω