γούτσου γούτσου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γούτσου γούτσου < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

γούτσου γούτσου

  1. κατ΄ ιδίαν συνεύρεση - συζήτηση μεταξύ αλληλοσυμπαθούντων ατόμων με έκδηλες χειρονομίες
  2. (σκωπτικά) για άτομα που ενώ ανήκουν σε αντίπαλες παρατάξεις (πολιτικές, αθλητικές κ.λπ.) συνευρίσκονται με έκδηλη συμπάθεια.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]