γυιαρκής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- γυιαρκής, ής, ές
- που κανει τα μέλη να επαρκούν, τα ενισχύει, που βοηθά στην υγεία τους (επίθετο του Πίνδαρου για τον Ασκληπιό)