δακρυβρυσοπόταμον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δακρυβρυσοπόταμον < δάκρυον και βρυσοπόταμον (<βρύση + ποτάμι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δακρυβρυσοπόταμον ουδέτερο

  • έντονο κλάμα, τα δάκρυα να τρέχουν σαν το νερό της βρύσης ή τον ποταμό