δακρυβρυσοπόταμον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δακρυβρυσοπόταμον ουδέτερο
- έντονο κλάμα, τα δάκρυα να τρέχουν σαν το νερό της βρύσης ή τον ποταμό