δασκαλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασκαλεύω < δασκαλεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

δασκαλεύω

  • καθοδηγώ κάποιον στο πώς να φερθεί και στο τι να πει
ο δικηγόρος φαίνεται ότι δεν τον είχε δασκαλέψει καλά το μάρτυρα κι εκείνος τα έκανε θάλασσα στο δικαστήριο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]