δείξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δείξη < δεῖξις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δείξη θηλυκό
- η γλωσσική λειτουργία κατά την οποία χρησιμοποιούμε στοιχεία από το περιβάλλον τού ομιλητή (γλωσσικό και εξωγλωσσικό) προκειμένου να αναφερθούμε σε (να δείξουμε προς) αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δείξη
|