δεξίμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεξίμι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεξίμι ουδέτερο
- δώρο που μας έχει έρθει από κάπου μακρυά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεξίμι
|