δημοπρατήσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δημοπρατήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δημοπρατώ
- θα δημοπρατήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δημοπρατώ