δημοσίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοσίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δημοσίως. Συγχρονικά αναλύεται σε δημόσι(ος) + -ως.

Επίρρημα[επεξεργασία]

δημοσίως

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοσίως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δημόσι(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

δημοσίως

Πηγές[επεξεργασία]