διάσπαρτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- από το επίθετο διάσπαρτος
Επίρρημα[επεξεργασία]
διάσπαρτα (τροπικό)
- σκόρπια εδώ κι εκεί, όχι συγκεντρωμένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάσπαρτα
|