διανθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανθώ < ελληνιστική κοινή διανθέω / διανθῶ < αρχαία ελληνική ἄνθος
Ρήμα[επεξεργασία]
διανθώ
- (λόγιο) άλλη μορφή του διανθίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διανθώ | διανθούσα | θα διανθώ | να διανθώ | διανθώντας | |
β' ενικ. | διανθείς | διανθούσες | θα διανθείς | να διανθείς | (διάνθει) | |
γ' ενικ. | διανθεί | διανθούσε | θα διανθεί | να διανθεί | ||
α' πληθ. | διανθούμε | διανθούσαμε | θα διανθούμε | να διανθούμε | ||
β' πληθ. | διανθείτε | διανθούσατε | θα διανθείτε | να διανθείτε | διανθείτε | |
γ' πληθ. | διανθούν(ε) | διανθούσαν(ε) | θα διανθούν(ε) | να διανθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διάνθησα | θα διανθήσω | να διανθήσω | διανθήσει | ||
β' ενικ. | διάνθησες | θα διανθήσεις | να διανθήσεις | διάνθησε | ||
γ' ενικ. | διάνθησε | θα διανθήσει | να διανθήσει | |||
α' πληθ. | διανθήσαμε | θα διανθήσουμε | να διανθήσουμε | |||
β' πληθ. | διανθήσατε | θα διανθήσετε | να διανθήσετε | διανθήστε | ||
γ' πληθ. | διάνθησαν διανθήσαν(ε) |
θα διανθήσουν(ε) | να διανθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διανθήσει | είχα διανθήσει | θα έχω διανθήσει | να έχω διανθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διανθήσει | είχες διανθήσει | θα έχεις διανθήσει | να έχεις διανθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διανθήσει | είχε διανθήσει | θα έχει διανθήσει | να έχει διανθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διανθήσει | είχαμε διανθήσει | θα έχουμε διανθήσει | να έχουμε διανθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διανθήσει | είχατε διανθήσει | θα έχετε διανθήσει | να έχετε διανθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διανθήσει | είχαν διανθήσει | θα έχουν διανθήσει | να έχουν διανθήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανθώ
|