διανθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διανθώ < ελληνιστική κοινή διανθέω / διανθῶ < αρχαία ελληνική ἄνθος

Ρήμα[επεξεργασία]

διανθώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]