διανυκτερεύσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διανυκτερεύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανυκτερεύω
  2. θα διανυκτερεύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανυκτερεύω