διαπέρασε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαπέρασε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος διαπερνώ
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διαπερνώ
διαπέρασε