διαστρέφομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯aˈstɾe.fo.me/ & /ðʝaˈstɾe.fo.me/
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαστρέφομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαστρέφω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαστρέφομαι | διαστρεφόμουν(α) | θα διαστρέφομαι | να διαστρέφομαι | ||
β' ενικ. | διαστρέφεσαι | διαστρεφόσουν(α) | θα διαστρέφεσαι | να διαστρέφεσαι | διαστρέφου | |
γ' ενικ. | διαστρέφεται | διαστρεφόταν(ε) | θα διαστρέφεται | να διαστρέφεται | ||
α' πληθ. | διαστρεφόμαστε | διαστρεφόμαστε διαστρεφόμασταν |
θα διαστρεφόμαστε | να διαστρεφόμαστε | ||
β' πληθ. | διαστρέφεστε | διαστρεφόσαστε διαστρεφόσασταν |
θα διαστρέφεστε | να διαστρέφεστε | διαστρέφεστε | |
γ' πληθ. | διαστρέφονται | διαστρέφονταν διαστρεφόντουσαν |
θα διαστρέφονται | να διαστρέφονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαστράφηκα | θα διαστραφώ | να διαστραφώ | διαστραφεί | ||
β' ενικ. | διαστράφηκες | θα διαστραφείς | να διαστραφείς | διαστρέψου | ||
γ' ενικ. | διαστράφηκε | θα διαστραφεί | να διαστραφεί | |||
α' πληθ. | διαστραφήκαμε | θα διαστραφούμε | να διαστραφούμε | |||
β' πληθ. | διαστραφήκατε | θα διαστραφείτε | να διαστραφείτε | διαστραφείτε | ||
γ' πληθ. | διαστράφηκαν διαστραφήκαν(ε) |
θα διαστραφούν(ε) | να διαστραφούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαστραφεί | είχα διαστραφεί | θα έχω διαστραφεί | να έχω διαστραφεί | διεστραμμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαστραφεί | είχες διαστραφεί | θα έχεις διαστραφεί | να έχεις διαστραφεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαστραφεί | είχε διαστραφεί | θα έχει διαστραφεί | να έχει διαστραφεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαστραφεί | είχαμε διαστραφεί | θα έχουμε διαστραφεί | να έχουμε διαστραφεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαστραφεί | είχατε διαστραφεί | θα έχετε διαστραφεί | να έχετε διαστραφεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαστραφεί | είχαν διαστραφεί | θα έχουν διαστραφεί | να έχουν διαστραφεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαστρέφομαι
|