διαταχθούμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαταχθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διατάσσομαι
- θα διαταχθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διατάσσομαι