διδαχτείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διδαχτείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διδάσκομαι
- θα διδαχτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διδάσκομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διδάσκομαι