δικαιολογήσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δικαιολογήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δικαιολογώ
- θα δικαιολογήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δικαιολογώ