δικαιωθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

δικαιωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δικαιώνομαι
  2. θα δικαιωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δικαιώνομαι