διπλασιαστείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διπλασιαστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διπλασιάζομαι
  2. θα διπλασιαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διπλασιάζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διπλασιάζομαι