διπλασιαστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]διπλασιαστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διπλασιάζομαι
- θα διπλασιαστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διπλασιάζομαι