διχοτομήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διχοτομήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διχοτομώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διχοτομώ
  3. θα διχοτομήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διχοτομώ