δύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δύω
- θα δύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δύω