ειδημόνως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειδημόνως < ελληνιστική κοινή εἰδημόνως < εἰδήμων
Επίρρημα[επεξεργασία]
ειδημόνως
- (λόγιο) με ειδημοσύνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειδημόνως
|