εκκλησάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

εκκλησάρη

  1. εκκλησάρης, στη γενική του ενικού
  2. εκκλησάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. εκκλησάρης, στην κλητική του ενικού