εκλύσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εκλύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλύω
  2. θα εκλύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλύω