εκμέκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκμέκ < (άμεσο δάνειο) τουρκική ekmek (ψωμί)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκμέκ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]