εκμυστηρευτεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εκμυστηρευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκμυστηρεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκμυστηρεύομαι
  3. θα εκμυστηρευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκμυστηρεύομαι