εκτουρκίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκτουρκίζω < εκ + Τούρκος + -ίζω

εκτουρκίζω

  • αλλάζω έναν άνθρωπο, έναν λαό και τον κάνω να αποκτήσει χαρακτηριστικά του πολιτισμού, της γλώσσας, Τούρκου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]