εκτραχηλίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκτραχηλίζομαι < αρχαία ελληνική ἐκτραχηλίζω < τράχηλος
Ρήμα[επεξεργασία]
εκτραχηλίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) ξεφεύγω από την αρμόζουσα συμπεριφορά προβαίνοντας σε απρέπειες ή αναισχυντίες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκτραχηλισμένος
- εκτραχηλισμός
- → δείτε τις λέξεις εκ και τράχηλος