εκτυλίσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτυλίσσω < ελληνιστική κοινή ἐκτυλίσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκτυλίσσω

  1. ξετυλίγω
  2. το μεσοπαθητικό εκτυλίσσομαι: διαδραματίζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]