εκχριστιανίσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εκχριστιανίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκχριστιανίζω
  2. θα εκχριστιανίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκχριστιανίζω