ελικοειδώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελικοειδώς < ελληνιστική κοινή ἑλικοειδῶς < ἑλικοειδής

Επίρρημα[επεξεργασία]

ελικοειδώς

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]