εμβολιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εμβολιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εμβολιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμβολιάζω
  3. θα εμβολιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμβολιάζω