εμβολιάσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εμβολιάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμβολιάζω
  2. θα εμβολιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμβολιάζω