εμμέσως πλην σαφώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
εμμέσως πλην σαφώς
- (λόγιο) πλαγίως ή κάπως συγκαλυμμένα αλλά και με τρόπο που δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας
- εμμέσως πλην σαφώς μου είπε να μην της κάνω πρόταση διότι δεν σκοπεύει να τη δεχθεί
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμμέσως πλην σαφώς
|