εμπεδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπεδώνω < αρχαία ελληνική ἐμπεδόω - ἐμπεδῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

εμπεδώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]