εναπομείνει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εναπομείνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εναπομένω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εναπομένω
- θα εναπομείνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εναπομένω