εναπομείνεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εναπομείνεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εναπομένω
  2. θα εναπομείνεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εναπομένω