εναπόκειμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναπόκειμαι < ελληνιστική ἐναπόκειμαι < εν- + αρχαία ελληνική ἀπόκειμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
εναπόκειμαι (αποθετικό ρήμα)
- → δείτε τη λέξη εναπόκειται (απρόσωπο, μόνο στον ενεστώτα)