εναρέτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναρέτως < (ελληνιστική κοινή) ἐναρέτως < ἐνάρετος
Επίρρημα[επεξεργασία]
εναρέτως
- (λόγιο) άλλη μορφή του ενάρετα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναρέτως
|