ενεχυριάσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ενεχυριάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενεχυριάζω
- θα ενεχυριάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενεχυριάζω