εξέλθεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξέλθεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξέρχομαι
  2. θα εξέλθεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξέρχομαι